γλυκόζωος

γλυκόζωος
η , ο
1) ведущий радостную, весёлую жизнь; 2) радостный, весёлый (о времени)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γλυκόζωος" в других словарях:

  • γλυκόζωος — η, ο 1. (για πρόσωπα) αυτός που ζει χαρούμενα 2. (για τον χρόνο) αυτός που περνά ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + ζωος < ζωή (πρβλ. αλίζωος, αρτίζωος)] …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»